Σύνδρομο μασχαλιαίου πλέγματος (ΣΜΠ)
Το Σύνδρομο του Μασχαλιαίου Πλέγματος (περιγράφηκε πρώτη φορά το 2001) συναντάται στο 6% έως 86% των ασθενών με καρκίνο του μαστού, μετά από αφαίρεση των λεμφαδένων. Η εμφάνισή του είναι με τη μορφή σκληρού νήματος/ χορδής ή σαν πολλαπλά σκληρά νήματα/χορδές στον υποδόριο ιστό της μασχάλης, τα οποία έχουν πάχος 1-2 χιλιοστά.
Τα νήματα αυτά μπορούν να απλώνονται στο θωρακικό τοίχωμα αλλά και στο εσωτερικό τμήμα του μπράτσου, του αγκώνα και να φτάνουν μερικές φορές ακόμη και μέχρι τον καρπό του χεριού. Η ύπαρξη αυτών των νημάτων έχει ως συνέπεια την επώδυνη απαγωγή του μπράτσου και τον περιορισμό του εύρους της κίνησης του ώμου.
Η διάγνωση γίνεται συνήθως, δύο με οχτώ εβδομάδες μετά το ογκολογικό χειρουργείο. Μελέτες έχουν δείξει ότι μπορεί να εμφανιστεί από μία εβδομάδα μετά την χειρουργική επέμβαση έως και μήνες (συνήθως του πρώτους έξι μήνες) ή και χρόνια μετά (τα πρώτα τρία χρόνια μετά τη χειρουργική επέμβαση).
Το σύνδρομο μασχαλιαίου πλέγματος μπορεί να εξαφανιστεί αλλά και να υποτροπιάσει αργότερα, ακόμα και σε διάστημα ετών. Η συχνότητα εμφάνισης είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς με χαμηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος/ Body Mass Index (BMI), νεότερης ηλικίας, που επιδίδονται συχνότερα σε σωματική άσκηση, που τους έχει αφαιρεθεί μεγαλύτερος αριθμός λεμφαδένων, που η επικουρική τους θεραπεία περιλαμβάνει χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία.
Η συχνότητα εμφάνισης είναι πιο υψηλή σε ασθενείς με λεμφαδενικό καθαρισμό (36-72%) απ‘ ότι σε ασθενείς οι οποίοι έχουν υποστεί μόνο αφαίρεση του λεμφαδένα φρουρού (11-18%). Για λόγους τους οποίους ακόμα δεν γνωρίζουμε πλήρως, η συχνότητα εμφάνισης είναι υψηλότερη σε άτομα που είχαν ή έχουν υποβληθεί σε ταυτόχρονη προφυλακτική μαστεκτομή στο αντίθετο στήθος (86%).
Τα αίτια που προκαλούν το σύνδρομο μασχαλιαίου πλέγματος, δεν είναι επακριβώς γνωστά, ίσως λόγω πολλαπλής αιτιοπαθογένειας. Κατά την επικρατέστερη θεωρία, η χειρουργική επέμβαση έχει ως συνέπεια τον τραυματισμό του συνδετικού ιστού που περιβάλλει τα αιμοφόρα αγγεία, λεμφαγγεία και νεύρα. Το τραύμα αυτό προκαλεί φλεγμονή και η επακόλουθη σκλήρυνση των ιστών καταλήγει στη δημιουργία ουλών. Η σκλήρυνση μπορεί να εξαπλωθεί κατά μήκος των ινών του συνδετικού ιστού, δημιουργώντας έτσι τα σκληρά νήματα ή τις λεγόμενες χορδές.
Σύμφωνα με μεγάλο αριθμό μελετών, συνιστάται η φυσιοθεραπεία ως η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή για το σύνδρομο μασχαλιαίου πλέγματος. Οι μελέτες αυτές αποδεικνύουν ότι με τη φυσιοθεραπεία τα σκληρά νήματα εξαφανίζονται πιο γρήγορα από ότι χωρίς καθόλου θεραπεία. Η φυσιοθεραπεία αποτελείται από ενημέρωση-εκπαίδευση των ασθενών, από ασκήσεις και χειραγώγηση των ιστών που γίνονται από τους ίδιους τους ασθενείς, υπό επιτήρηση ή όχι, για να βελτιωθεί το εύρος των κινήσεων και να μειωθεί ο πόνος.
Επίσης, μπορεί να επιστρατευθεί από ειδικούς φυσιοθεραπευτές η Manual Therapy (εξειδικευμένη μορφή φυσιοθεραπείας σχετική με την αντιμετώπιση μυοσκελετικών προβλημάτων), η κινητοποίηση ιστών και η έλξη/ κάμψη τους. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ίσως για κάποιο διάστημα χρειαστεί και η χρήση παυσιπόνων.
Συνήθως το σύνδρομο μασχαλιαίου πλέγματος και το λεμφοίδημα δεν συναντώνται μαζί. Αν όμως, το ΣΜΠ συνδυάζεται με κάποιο λεμφοίδημα, τότε η αγωγή θα ήταν καλύτερο να γίνει από φυσιοθεραπευτή με εμπειρία στην αντιμετώπιση του λεμφοιδήματος, ώστε να μπορεί να επιστρατεύσει τη μάλαξη λεμφικής παροχέτευσης (manual lymph drainage) και ίσως συμπιεστικούς επιδέσμους με θετικά αποτελέσματα.
Το μασάζ των ουλών και το μαλάκωμα των προσκολλημένων ιστών φαίνεται να είναι επίσης σημαντικό τμήμα της θεραπείας του συνδρόμου μασχαλιαίου πλέγματος.
Το ζητούμενο είναι να μη γίνει το ΣΜΠ χρόνιο πρόβλημα. Ένα σύνδρομο μασχαλιαίου πλέγματος που διαρκεί πάνω από δύο χρόνια μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη τροποποίηση του εύρους κίνησης και σε δυσλειτουργία κλειδώσεων, για παράδειγμα του ώμου, αλλά και σε χρόνιους πόνους.