ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ
√ Τα αμαρτώματα είναι καλοήθεις βλάβες που είναι γνωστά και ως ινοαδενολιπώματα ή λιπο-ινοαδένωματα. Αποτελούνται και από τους 3 ιστούς που υπάρχουν στο στήθος, δηλαδή από αδένα, λιπώδη και συνδετικό ιστό. Η διάγνωσή τους γίνεται συνήθως στη μαστογραφία. Η ιστολογική ταυτοποίησή τους με core needle biopsy είναι δύσκολη, γιατί τα αμαρτώματα δεν έχουν τυπικά διαγνωστικά χαρακτηριστικά. Επειδή μπορεί να συνυπάρχει κακοήθεια, ενδείκνυται η αφαίρεσή τους.
√ Τα αμαρτώματα αντιπροσωπεύουν καλοήθη πολλαπλασιασμό ινώδους, αδενικού και λιπώδους ιστού (εξ ου και ινώδες-αδενο-λιπόμα) που περιβάλλεται από λεπτή κάψουλα συνδετικού ιστού. Όλα τα συστατικά βρίσκονται στον φυσιολογικό ιστό του μαστού.
√ Μακροσκοπικά, τα αμαρτώματα είναι ελαφρώς μεγαλύτερα και πιο μαλακά από τα συνηθισμένα αδενοϊνώματα και είναι καλά καθορισμένα, λευκά, ροζ και σαρκώδη, με νησίδες από κίτρινο λιπώδες ιστό.
Τα κοινά συμπτώματα των αμαρτωμάτων του μαστού μπορεί να περιλαμβάνουν τα εξής:
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα παραπάνω συμπτώματα δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι κάποιος έχει αμάρτωμα του μαστού, αλλά θα πρέπει να εξετάζονται από έναν ειδικό στην υγεία των μαστών για αποκλεισμό ή διάγνωση ενός αμαρτώματος του μαστού.
Το πιο συνηθισμένο αμάρτωμα του μαστού είναι το καλοήθες αμάρτωμα του μαστού, το οποίο αποτελείται από κύστες ή ίνες που είναι ακίνδυνες και δεν απειλούν τη ζωή της γυναίκας. Αυτά τα αμαρτώματα είναι συχνότερα στις γυναίκες που είναι στην περίοδο της προεμμηνόπαυσης ή στην περίοδο της πρώιμης ενηλικίωσης, αλλά μπορούν να παρουσιαστούν σε οποιαδήποτε ηλικία.
Τα καλοήθη αμαρτώματα του μαστού μπορούν να προκαλέσουν πόνο ή δυσφορία, αλλά συνήθως δεν προκαλούν αλλαγές στο σχήμα ή στην εμφάνιση του μαστού. Ωστόσο, πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά από τον ειδικό μαστολόγο, για να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν αλλαγές ή ανάγκη για περαιτέρω εξετάσεις.
Η διάγνωση των αμαρτωμάτων του μαστού περιλαμβάνει συνήθως μια σειρά εξετάσεων. Οι εξετάσεις αυτές περιλαμβάνουν:
Η θεραπεία για τα αμαρτώματα του μαστού εξαρτάται από τον τύπο του αμαρτώματος, το μέγεθος του, το στάδιο της ασθένειας και άλλους παράγοντες όπως η ηλικία και η υγεία της ασθενούς. Οι κύριες μέθοδοι θεραπείας είναι οι εξής:
Χειρουργική εξαίρεση: Η χειρουργική εξαίρεση είναι η αφαίρεση του αμαρτώματος με χειρουργική επέμβαση. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται συνήθως για τη θεραπεία καρκίνων του μαστού και μερικές φορές για τη θεραπεία μεγάλων κύστεων ή άλλων αμαρτωμάτων που προκαλούν ανησυχία.
Ακτινοθεραπεία: Η ακτινοθεραπεία χρησιμοποιεί υψηλής ενέργειας ακτίνες για να καταστρέψει τα κακοήθη αμαρτώματα. Συνήθως χρησιμοποιείται μετά από τη χειρουργική εξαίρεση για να εξασφαλίσει ότι όλα τα κακοήθη κύτταρα έχουν αφαιρεθεί.
Χημειοθεραπεία: Η χημειοθεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση φαρμάκων για την καταστροφή των κακοήθων κυττάρων του μαστού.
Ορμονική θεραπεία: Η ορμονική θεραπεία είναι μια θεραπεία που στοχεύει στον έλεγχο των ορμονών που επηρεάζουν την ανάπτυξη ορισμένων τύπων καρκίνων του μαστού. Η θεραπεία αυτή περιλαμβάνει συνήθως τη λήψη φαρμάκων ή τη χρήση ορμονικών αναστολέων.
Επακόλουθη θεραπεία: Η επακόλουθη θεραπεία είναι η θεραπεία που ακολουθείται μετά την πρωταρχική θεραπεία, όπως η χειρουργική εξαίρεση, η ακτινοθεραπεία, ή η χημειοθεραπεία, για να μειωθεί ο κίνδυνος επανάληψης του καρκίνου του μαστού ή άλλων επιπτώσεων.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η θεραπεία για τα αμαρτώματα του μαστού είναι διαφορετική ανάλογα με τον τύπο του αμαρτώματος και το στάδιο της ασθένειας. Σε κάθε περίπτωση, η θεραπεία πρέπει να είναι ατομική και να σχεδιαστεί από κλινικούς ειδικούς στον τομέα του μαστού.
Υπάρχουν κάποιες συστάσεις που μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη των αμαρτωμάτων του μαστού. Ορισμένες από αυτές είναι οι εξής:
Η τακτική εξέταση των μαστών έχει σημαντική σημασία στην πρόληψη, αλλά και στην έγκαιρη διάγνωση των αμαρτωμάτων του μαστού. Η πρόληψη είναι σημαντική γιατί μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης αμαρτωμάτων, ενώ η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να σώσει ζωές, αφού τα περισσότερα αμαρτώματα του μαστού είναι θεραπεύσιμα όταν ανιχνεύονται στα πρώτα στάδια τους.
Η τακτική εξέταση των μαστών μπορεί να περιλαμβάνει την αυτοεξέταση των μαστών από τη γυναίκα, αλλά και την επαγγελματική εξέταση από τον γυναικολόγο. Η αυτοεξέταση των μαστών πρέπει να γίνεται τακτικά, κάθε μήνα, και να επιτρέπει στη γυναίκα να εξετάζει τα μαστούς της και να αναζητεί αλλαγές στην υφή ή στην εμφάνισή τους. Η επαγγελματική εξέταση από τον γυναικολόγο συνήθως περιλαμβάνει μαστογραφία και κλινική εξέταση των μαστών και συνιστάται να γίνεται από την ηλικία των 40 ετών.
Η συχνότητα που πρέπει να γίνονται οι εξετάσεις των μαστών εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό, προηγούμενο ιστορικό καρκίνου του μαστού και η παρουσία αμαρτωμάτων του μαστού στο παρελθόν.
Γενικά, οι ειδικοί συνιστούν την αυτοεξέταση των μαστών μηνιαίως από τις γυναίκες ηλικίας άνω των 20 ετών. Στις 40 ετών, συνήθως προτείνεται η ετήσια μαστογραφία και ο κλινικός έλεγχος των μαστών από ειδικό. Από τα 50 ετών και άνω, συνιστάται η τακτική διενέργεια μαστογραφικών ελέγχων κάθε δύο έτη και ένας κλινικός έλεγχος κάθε χρόνο. Ωστόσο, ο μαστολόγος μπορεί να προτείνει μια διαφορετική συχνότητα εξετάσεων, ανάλογα με τις ατομικές ανάγκες της κάθε γυναίκας.
Η ηλικία αποτελεί έναν από τους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη αμαρτωμάτων του μαστού. Η πλειοψηφία των γυναικών που διαγνώστηκαν με καρκίνο του μαστού είναι άνω των 50 ετών, ενώ η ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού σε νεότερες γυναίκες είναι σχετικά ασυνήθιστη. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η ηλικία είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου, οι γυναίκες σε όλες τις ηλικίες πρέπει να είναι επιφυλακτικές και να παρακολουθούν την υγεία τους τακτικά.
Τα οιστρογόνα είναι οι θηλυκές ορμόνες που παράγονται στα ωοθήκη, καθώς και στο λίπος του σώματος. Είναι επίσης υπεύθυνα για την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών της γυναικείας φυσιολογίας κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της ενηλικίωσης.
Η υπερβολική έκθεση στα οιστρογόνα μπορεί να σχετίζεται με την ανάπτυξη κακοήθων αμαρτωμάτων του μαστού. Η έκθεση σε υψηλά επίπεδα οιστρογόνου για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα ανάπτυξης κακοηθειών των μαστών, ενώ η μείωση της έκθεσης σε αυτές τις ορμόνες μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο.
Ορισμένοι παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα οιστρογόνων στο σώμα είναι οι χορήγηση ορμονικής θεραπείας μετά την εμμηνόπαυση, η έκθεση σε έναν υπερβολικά χαμηλό επίπεδο διατροφικού ινώδους και η αδυναμία ασκήσεων.
Η εγκυμοσύνη και η θηλαστική περίοδος μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης αμαρτωμάτων του μαστού σε διαφορετικό βαθμό. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι αλλαγές των επιπέδων των ορμονών στο σώμα μπορεί να επηρεάσουν τους μαστούς και να προκαλέσουν ανώμαλα αμαρτώματα. Ωστόσο, η εγκυμοσύνη επίσης μπορεί να προστατεύσει τους μαστούς καθώς η διαδικασία του θηλασμού μειώνει τον αριθμό των κυττάρων του μαστού που μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο.
Κατά τη θηλαστική περίοδο, οι μαστοί είναι ευαίσθητοι στην ορμόνη προγεστερόνη και οι αλλαγές στην ορμητική δραστηριότητα μπορούν να προκαλέσουν μερικά αμαρτώματα του μαστού. Ωστόσο, η θηλαστική περίοδος επίσης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στο μέλλον.
Συνολικά, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η εγκυμοσύνη και η θηλαστική περίοδος δεν εξαλείφουν τον κίνδυνο ανάπτυξης αμαρτωμάτων.
Το οικογενειακό ιστορικό αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη αμαρτωμάτων του μαστού. Συγκεκριμένα, εάν υπάρχει ιστορικό αμαρτωμάτων του μαστού σε μητέρα, αδελφή ή κόρη, τότε ο κίνδυνος ανάπτυξης αμαρτωμάτων του μαστού αυξάνεται για τις υπόλοιπες γυναίκες της οικογένειας.
Επιπλέον, η ηλικία κατά τη διάγνωση των αμαρτωμάτων του μαστού στην οικογένεια είναι σημαντική, καθώς η παρουσία αμαρτωμάτων σε νεαρή ηλικία αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης για τις υπόλοιπες γυναίκες της οικογένειας περισσότερο από την παρουσία αμαρτωμάτων σε μεγαλύτερη ηλικία. Συνεπώς, οι γυναίκες που έχουν οικογενειακό ιστορικό αμαρτωμάτων του μαστού πρέπει να ενημερώνουν το γιατρό τους για αυτό και να ακολουθούν τακτικά προγράμματα εξέτασης για την πρόληψη και τη διάγνωση των αμαρτωμάτων.
Αν και οι άνδρες έχουν μαστούς, το αμάρτωμα του μαστού είναι σπάνιο σε αυτούς. Σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Καρκίνου, λιγότερο από το 1% των καρκίνων του μαστού διαγιγνώσκονται σε άνδρες.
Ωστόσο, οι άνδρες εξακολουθούν να μπορούν να αναπτύσσουν αμαρτώματα του μαστού και είναι σημαντικό να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια εάν παρατηρήσουν οποιαδήποτε αλλαγή στους μαστούς τους.
Τα αμαρτώματα του μαστού χωρίζονται σε καλοήθη και κακοήθη. Οι κύριες διαφορές μεταξύ των δύο είναι ο ρυθμός ανάπτυξής τους και η δυνατότητα εξάπλωσης σε άλλα μέρη του σώματος.
Τα καλοήθη αμαρτώματα του μαστού είναι συνήθως κυστικά ή ινομυωματώδη και δεν είναι επικίνδυνα για τη ζωή. Αν και μπορεί να προκαλέσουν αρκετό πόνο, συνήθως δεν απαιτούν θεραπεία εκτός αν προκαλούν σοβαρό πρόβλημα.
Αντίθετα, τα κακοήθη αμαρτώματα του μαστού, όπως ο καρκίνος του μαστού, είναι επικίνδυνα για τη ζωή. Ο καρκίνος του μαστού είναι μια ασθένεια που αναπτύσσεται στα κύτταρα του μαστού και μπορεί να εξαπλωθεί σε άλλα μέρη του σώματος μέσω του λεμφικού συστήματος. Ο καρκίνος του μαστού πρέπει να αντιμετωπίζεται αμέσως για να ελαχιστοποιηθεί η επικινδυνότητά του και να αποτραπούν οι πιθανές επιπτώσεις στην υγεία της γυναίκας.
Η διάγνωση και η θεραπεία των αμαρτωμάτων του μαστού μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την αυτοεκτίμηση του σώματος μιας γυναίκας. Μετά από μια τέτοια διάγνωση, πολλές γυναίκες αντιμετωπίζουν αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και απώλειας αυτοπεποίθησης σχετικά με το σώμα τους.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η υποστήριξη από τους γιατρούς, την οικογένεια και τους φίλους μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση αυτών των συναισθημάτων. Επίσης, οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε θεραπεία μπορούν να αναπτύξουν μια νέα εκτίμηση της ζωής και της υγείας τους, και να διαπιστώσουν ότι είναι πιο ανθεκτικές από ό, τι νόμιζαν προηγουμένως.
Επικοινωνήστε με τον Μαστολόγο Dr Παπαδόπουλο Σαράντο