Πυκνά στήθη, γιατί μας προβληματίζουν;
Ο καρκίνος του μαστού παραμένει η πρώτη αιτία θανάτου στον κόσμο, απ’ όσες σχετίζονται με καρκίνο, όμως η μεγάλη ιατρική πρόοδος και η ανάπτυξη καλύτερων διαγνωστικών μεθόδων, έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση της θνησιμότητάς του.
Ένας από τους κύριους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης είναι η ύπαρξη μαστογραφικά πυκνού στήθους. Η πλειονότητα των γυναικών (πάνω από το 50%) με ηλικία μικρότερη των 50 ετών έχει μαστογραφικά πυκνό στήθος. Η μαστογραφική πυκνότητα είναι ακτινοδιαγνωστική έννοια και αναφέρεται στο ποσοστό του εικονιζόμενου πυκνού ιστού ανά εξεταζόμενο στήθος.
Ο λιπώδης ιστός είναι ακτινοδιαπερατός, δηλαδή οι ακτίνες τον διαπερνούν ανεμπόδιστα και έτσι απεικονίζεται με μαύρο χρώμα στη μαστογραφία. Αντίθετα, οι πόροι, τα λοβία και ο συνδετικός ιστός είναι μαστογραφικά πυκνοί, δηλαδή εμποδίζουν τις ακτίνες να τους διαπεράσουν περισσότερο από ότι ο λιπώδης ιστός και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να φαίνονται λευκά στη μαστογραφία.
Το σύστημα BIRADS (Breast Imaging Reporting and Data System) διαχωρίζει τη μαστογραφική πυκνότητα σε τέσσερις κατηγορίες.
- Η πρώτη κατηγορία εμπεριέχει στήθη τα οποία αποτελούνται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από λιπώδη ιστό (μαζικός αδένας μέχρι 24%) και αποτελούν περίπου το 10% του πληθυσμού.
- Η δεύτερη κατηγορία περικλείει μαστούς που ο μαζικός αδένας αποτελεί το 25-49%, ενώ το υπόλοιπο καταλαμβάνεται από λιπώδη ιστό και απαντάται στο 40% του γυναικείου πληθυσμού.
- Η τρίτη κατηγορία συμπεριλαμβάνει μαστούς με 50-75% πυκνό ιστό και απαντάται επίσης στο 40% του γυναικείου πληθυσμού.
- Στην τέταρτη κατηγορία ο πυκνός ιστός είναι ≥75% και το στήθος θεωρείται εξαιρετικά πυκνό (10% του πληθυσμού).
Η μαστογραφική πυκνότητα θέτει δύο προβλήματα. Πρώτον η μαστογραφική πυκνότητα μειώνει τη διαγνωστική ευαισθησία της μαστογραφίας. Δεύτερον η μαστογραφική πυκνότητα είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου εμφάνισης του καρκίνου του μαστού.
Οι γυναίκες που έχουν πολύ πυκνό στήθος έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού, εφ’ όρου ζωής, σε σύγκριση με γυναίκες με χαμηλή μαστογραφική πυκνότητα.
Η μαστογραφία αποτελεί την πιο διαδεδομένη μέθοδο διάγνωσης του καρκίνου. Παρόλα αυτά και η μαστογραφία έχει τα όρια της. Με τη μαστογραφία δεν μπορεί να γίνει πάντα διάγνωση του καρκίνου του μαστού γιατί η ευαισθησία της μαστογραφίας εξαρτάται από την πυκνότητα του στήθους. Σε μία μαστογραφία ο καρκίνος εμφανίζεται σαν λευκή μάζα. Σε ένα πολύ πυκνό στήθος, όπου ο μαζικός αδένας εμφανίζεται λευκός, είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει η διαφοροποίηση του καρκίνου, ιδίως όταν το μέγεθός του είναι πολύ μικρό. Αυτό σημαίνει ότι σε ασθενείς με πολύ πυκνό στήθος είναι αυξημένες οι πιθανότητες εμφάνισης λανθασμένων (περισσότερα λάθος θετικά και λάθος αρνητικά) ευρημάτων στη μαστογραφία.
Σε πληθυσμιακές έρευνες με μαστογραφία έχει αποδειχτεί ότι η ευαισθησία της μαστογραφίας ανέρχεται μόλις στο 48% σε γυναίκες που έχουν πάρα πολύ πυκνό στήθος, δηλαδή δεν διαγιγνώσκεται μία στις δύο περιπτώσεις. Σε άλλη μελέτη, σε γυναίκες με πολύ πυκνό στήθος δεν διαγιγνώστηκε το 81% των καρκινωμάτων.
Τα αποτελέσματα αυτά φαίνεται να υποστηρίζουν την άποψη ότι κατά την εξέταση με μαστογραφία σε γυναίκες με πολύ πυκνό στήθος, η ανεύρεση παρουσίας πυκνού μαζικού αδένα φαίνεται ν’ αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης του καρκίνου του μαστού. Σε μια μεγάλη μετα-ανάλυση η σχετική πιθανότητα (Relative Risk) εμφάνισης του καρκίνου του μαστού ήταν 1,79 για την πρώτη κατηγορία κατά σύστημα BIRADS, 2,11 για τη δεύτερη κατηγορία, 2,92 για την κατηγορία 3 και 4,64 για την κατηγορία 4, δηλαδή αυτή όπου ο κατηγορία ο πυκνός ιστός είναι ≥75%. Η αιτιοπαθογένεια της συσχέτισης της υψηλής πυκνότητας στήθους με τη δημιουργία καρκίνου στο μαστό δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη.
Παράγοντες που επηρεάζουν τη μαστογραφική πυκνότητα
Γονίδια. Μελέτες σε μονοζυγωτικά και διζυγωτικά δίδυμα έδειξαν ότι η μαστογραφική πυκνότητα είναι κληρονομική. Η μαστογραφική πυκνότητα π.χ. ήταν παρόμοια στα μονοζυγωτικά δίδυμα αλλά λιγότερο όμοια στα διζυγωτικά δίδυμα. Αυτό που δεν είναι γνωστό, είναι αν και κατά πόσο οι περιβαλλοντικοί παράγοντες και η ατομική συμπεριφορά επηρεάζουν το γονιδίωμα.
Εγκυμοσύνες και αριθμός τοκετών. Μελέτες έχουν δείξει ότι ο αριθμός των τοκετών και των εγκυμοσυνών συνδέεται αντίστροφα με το ποσοστό κολλαγόνου στον ιστό του στήθους/πυκνότητα του στήθους. Τα μικρά στήθη συνδέονται επίσης, με μεγαλύτερη ποσότητα κολλαγόνου και μαζικού αδένα ανά στήθος.
Φυλετικές διαφορές. Σύμφωνα με μελέτες η μεγαλύτερη μαστογραφική πυκνότητα εμφανίζεται σε γυναίκες από την Ασία και η μικρότερη σε Αμερικανίδες με αφρικανικές ρίζες. Υπάρχουν ειδικότερα δύο μελέτες που δείχνουν ότι η μεγαλύτερη μαστογραφική πυκνότητα εμφανίζεται σε γυναίκες της κινεζικής εθνότητας.
Διατροφή. Οι γυναίκες με διατροφή δυτικού τύπου έχουν μεγαλύτερη καταγεγραμμένη μαστογραφική πυκνότητα σε σχέση με γυναίκες που δεν ακολουθούν αυτόν τον τρόπο διατροφής. Άλλη μελέτη σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες από την Ιαπωνία έδειξε ότι η διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και λιπαρά σχετίζεται με υψηλότερη μαστογραφική πυκνότητα. Επίσης, η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ μπορεί και αυτή να οδηγήσει σε μεγαλύτερη πυκνότητα του στήθους. Συνολικά από αυτές τις μελέτες συνάγεται ότι οι διατροφικοί παράγοντες μπορεί να συμβάλλουν στην αύξηση της πιθανότητας ανάπτυξης του καρκίνου του μαστού μέσω της αύξησης της μαστογραφικής πυκνότητας.
Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Ο συνδυασμός οιστρογόνων και προγεστερόνης οδηγεί σε αύξηση της μαστογραφικής πυκνότητας. Σε αντίθεση, η θεραπεία μόνο με οιστρογόνα δεν αυξάνει σημαντικά την μαστογραφική πυκνότητα. Από μελέτες με ταμοξιφένη αποδείχτηκε ότι στην αρχή -για τους 18 πρώτους μήνες- η μαστογραφική πυκνότητα μειώνεται, όπως αντίστοιχα και η ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού, όμως μετά από αυτό το διάστημα η μαστογραφική πυκνότητα φαίνεται ότι αυξάνεται και πάλι.
Πώς θα πρέπει να γίνεται η πρόληψη σε πυκνά στήθη;
Η προληπτική εξέταση με τη μαστογραφία και η κλινική εξέταση με την ψηλάφηση έχουν βελτιώσει την έγκαιρη διάγνωση και κατ’ επέκταση και την πρόγνωση του καρκίνου του μαστού. Παρότι η μαστογραφία έχει συμβάλλει στην πρώιμη διάγνωση σε πολλές γυναίκες, το 27% των καρκίνων του μαστού δεν διαγιγνώσκονται σε γυναίκες με πολύ πυκνό στήθος.
Γι’ αυτό τον λόγο, έχουν αναπτυχθεί και άλλες απεικονιστικές μέθοδοι, όπως η μαγνητική μαστογραφία, το υπερηχογράφημα μαστού και η τομοσύνθεση (τρισδιάστατη μαστογραφία). Ο συνδυασμός αυτών των απεικονιστικών εξετάσεων είναι σε θέση να ξεπεράσει τα μειονεκτήματα των επιμέρους τεχνικών και να μας δώσει μια ολοκληρωμένη και πληρέστερη διαγνωστική απεικόνιση του στήθους.